- ράδιος
- και ῥαίδιος και ῥάδιος, -ία, -ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, -ίη, -ον, Α1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.)2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.)3. απερίσκεπτος, απρόσεκτος ή αμελής («ῥᾴδιος τὸν τρόπον καὶ πρὸς πᾱσαν ἀδικίαν εὔκολος», Λουκιαν.)4. (για πρόσ.) έτοιμος ή πρόθυμος για κάτι5. φρ. α) «ῥᾴδιόν [ἐστι]» (με απαρμφ.)i) είναι εύκολο ναii) είναι ασήμαντοβ) «ἐκ ῥᾳδίας»(με επιρρμ. σημ.) εύκολα6. παροιμ. φρ. «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῑν οὐ ῥᾴδιον» — είναι αδύνατον να διορθωθεί ο κακός και διεστραμμένος χαρακτήρας.επίρρ...ῥᾳδίως ΜΑ, και αιολ. τ. βραϊδίως και επικ. και ιων. τ. ῥηϊδίως και ῥηδίως Α1. με εύκολο τρόπο, ευχερώς («τοὺς σοὺς... μύθους ῥαδίως ἐγὼ φέρω», Ευρ.)2. με ετοιμότητα ή με προθυμίααρχ.1. με απερισκεψία, με επιπολαιότητα («ὅπως μὴ ῥᾳδίως περὶ μεγάλων πραγμάτων... βουλεύσησθε», Θουκ.)2. φρ. «οὐ ῥᾳδίως» — μόλις και με δυσκολία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ῥᾶ* (Ι) / ῥῆα «εύκολα, χωρίς κόπο» + επίθημα -ίδιος (πρβλ. αιφν-ίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.